3 Παρατατικός (Czas przeszły niedokonany)

 0    29 fiche    Demorgorgom
laste ned mp3 Skriv ut spille sjekk deg selv
 
spørsmålet ελληνικά svaret ελληνικά
είμαι
być
begynn å lære
ήμουν, ήσουν, ήταν
ήμασταν, ήσασταν, ήταν
έχω
mieć
begynn å lære
είχα, είχες, είχε
είχαμε, είχατε, είχαν
κάνω
robić
begynn å lære
έκανα, έκανες, έκανε
κάναμε, κάνατε, έκαναν
πηγαίνω
iść/schodzić
begynn å lære
πήγαινα, πήγαινες, πήγαινε
πηγαίναμε, πηγαίνατε, πήγαιναν
θέλω
chcieć
begynn å lære
ήθελα, ήθελες, ήθελε
θέλαμε, θέλατε, ήθελαν
μπαίνω
wchodzić
begynn å lære
έμπαινα, έμπαινες, έμπαινε
μπαίναμε, μπαινόσαστε, έμπαιναν
φεύγω
wychodzić
begynn å lære
έφευγα, έφευγες, έφευγε
φεύγαμε, φεύγατε, έφευγαν
φτάνω
przychodzić/ przyjeżdżać
begynn å lære
έφτανα, έφτανες, έφτανε
φτάναμε, φτάνατε, έφταναν
δένω
zawiązywać
begynn å lære
έδενα, έδενες, έδενε
δέναμε, δένατε, έδεναν
γίνομαι
wydarzyć się
begynn å lære
γίνονταν, γίνονταν, γίνονταν
γινόμασταν, γινόσαστε, γίνονταν
κάθομαι
siadać
begynn å lære
καθόμουν, καθόσουν, καθόταν
καθόμασταν, καθόσασταν, κάθονταν
παρέχω
dostarczać
begynn å lære
παρείχα, παρείχες, παρείχε
παρέχαμε, παρέχατε, παρείχαν
φαίνομαι
wydawać się
begynn å lære
φαινόμουν, φαινόσουν, φαινόταν
φαινόμασταν, φαινόσασταν, φαίνονταν
λείπω
brakować
begynn å lære
έλειπα, έλειπες, έλειπε
λείπαμε, λείπατε, έλειπαν
θυμώνω
złościć się
begynn å lære
θύμωνα, θύμωνες, θύμωνε
θυμώναμε, θυμώνατε, θύμωναν
σηκώνομαι
wstawałem
begynn å lære
σηκωνόμουν, σηκωνόσουν, σηκωνόταν
σηκωνόμασταν, σηκωνόσασταν, σηκώνονταν
περιμένω
czekałem
begynn å lære
περίμενα, περίμενες, περίμενε
περιμέναμε, περιμένατε, περίμεναν
τρώω
jadłem
begynn å lære
έτρωγα, έτρωγες, έτρωγε
τρώγαμε, τρώγατε, έτρωγαν
αρνούμαι
zaprzeczałem
begynn å lære
αρνιόμουν, αρνιόσουν, αρνιόταν
αρνιόμασταν, αρνιόσασταν, αρνιόνταν
βγαίνω
wychodziłem
begynn å lære
έβγαινα, έβγαινες, έβγαινε
βγαίναμε, βγαίνατε, έβγαιναν
λύνω
rozwiązywałem
begynn å lære
έλυνα, έλυνες, έλυνε
λύναμε, λύνατε, έλυναν
πάω
chodziłem
begynn å lære
πήγαινα, πήγαινες, πήγαινε
πηγαίναμε, πηγαίνατε, πήγαιναν
τραγουδάω
śpiewałem
begynn å lære
τραγουδούσα, τραγουδούσες, τραγουδούσε
τραγουδούσαμε, τραγουδούσατε, τραγουδούσαν
ξεθωριάζω
bledłem
begynn å lære
ξεθώριαζα, ξεθώριαζες, ξεθώριαζε
ξεθωριάζαμε, ξεθωριάζατε, ξεθώριαζαν
αισθάνομαι
czułem
begynn å lære
αισθανόμουν, αισθανόσουν, αισθανόταν
αισθανόμασταν, αισθανόσασταν, αισθάνονταν
χάνω
traciłem
begynn å lære
έχανα, έχανες, έχανε
χάναμε, χάνατε, έχαναν
πεθαίνω
umierałem
begynn å lære
πέθαινα, πέθαινες, πέθαινε
πεθαίναμε, πεθαίνατε, πέθαιναν
τελειώνω
kończyłem
begynn å lære
τελείωνα, τελείωνες, τελείωνε
τελειώναμε, τελειώνατε, τελείωναν
μπαίνω
wchodziłem
begynn å lære
έμπαινα, έμπαινες, έμπαινε
μπαίναμε, μπαίνατε, έμπαιναν

Du må logge inn for å legge inn en kommentar.