1.
μέρα
Θα είναι μια πολύ ζεστή μέρα.
Κάνε μία βόλτα κάθε μέρα.
Gresk ord "day"(μέρα) skjer i sett:
Χρόνος - Time2.
ημέρα
Αυτός δουλεύει οχτώ ώρες την ημέρα.
Τρέχεις κάθε ημέρα;
Gresk ord "day"(ημέρα) skjer i sett:
Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 101 - 150